- μενσεβίκος
- ο меньшевик
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μενσεβίκος — ο ο οπαδός τής θεωρίας και τής πολιτικής τού μενσεβικισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρωσ. men shevik < men she «λιγότερο, μικρότερο» (πρβλ. malo «λίγο» + επίθημα vik] … Dictionary of Greek
μενσεβικικός — ή, ό και μενσεβίκικος, η, ο [μενσεβίκος] αυτός που αναφέρεται στους μενσεβίκους ή στον μενσεβικισμό … Dictionary of Greek
μενσεβικισμός — ο η θεωρία και η πολιτική τής ομάδας που αποτέλεσε το 1903 τη μειοψηφία στο Β Συνέδριο τού Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος τής Ρωσίας, κατά την εκλογή τών ηγετικών οργάνων τού κόμματος, και η οποία δεν απέκλειε τη συνεργασία και την κοινή… … Dictionary of Greek